Το κείμενο αυτό, ξεκίνησα να το γράφω με αφορμή τη δολοφονία του Ilan Halimi κ με σκοπό να το αφιερώσω στους Γενναίους των Εθνών του τότε κ του τώρα γιατί ακλόνητη πεποίθησή μου είναι ότι ο ανθρωπισμός πάντα νικάει τη βαρβαρότητα κ ότι εν τέλει, οι άγριοι αποτελούν τη μειοψηφία. Στην πορεία κατάλαβα ότι αυτό ήταν το κείμενο για τη Θεσσαλονίκη που δεν είχα καταφέρει μέχρι τώρα να γράψω κ με έβαλε στα αίματα να το κάνω αυτό το κείμενο του Thas. Όμως, μ'εσπρωξε στο over the egde της συγκίνησης το κείμενο του Πάνου για τον τρύγο. Οπότε, τυλίγω το κείμενο αυτό,το βάζω στο μπουκάλι κ το ρίχνω στο πέλαγος του Διαδικτύου κ αν κανείς αναγνωρίσει την κυρία για την οποία μιλάω στο κείμενο κ η οποία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, επιχείρησε να σώσει την οικογένειά μου από το στρατόπεδο συγκέντρωσης κ την οποία την ψάχνω σχεδόν μια δεκαετία ας επικοινωνήσει μαζί μου.Στις αρχές του 20ουαι. ο Ιακώβ Σάλομον, μόνιμος κάτοικος Άμστερνταμ, αντικέρ κ έμπορος διαμαντιών, πολυταξιδεμένος, μορφωμένος, ευζωιστής κ ορκισμένος εργένης, φτάνει στη Θεσσαλονίκη για την οποία είχε ακούσει πάρα πολλά αλλά δεν είχε ποτέ του επισκεφτεί μέχρι τότε. Εκεί, γνωρίζει τη νεαρότατη Βαλεντίνη Μπενμαγιόρ κ να ταν η έμορφη Θεσσαλονίκη, να ταν το sotlách ( το γνωρίζετε ως καζάν ντεπί) ή τα arrodeadikos de merendjéna ( ρολλάκια μελιτζάνας), έπαθε την πλάκα του βίου του ο καψερός κ στην κυριολεξία, για τα μάτια μιας γυναίκας, αποφάσισε να εγκαταλείψει το μέγαρό του στην Πλατεία Μουσείων του Άμστερνταμ κ να χτίσει ένα νέο σπιτικό στην οδό Μισραχή, στη Θεσσαλονίκη.
Το σπίτι της οδού Μισραχή ήταν τεράστιο κ πλούσιο, να φανταστείτε ότι είχε δύο κουζίνες, στη μία έφτιαχναν τα γλυκά κ στην άλλη τα φαγητά κ πάντα γεμάτο απο κόσμο. Τόσο ο Τζέικομπ όσο κ η Βαλεντίνη ήταν κοινωνικοί άνθρωποι κ τους άρεσε να έχουν φίλους από διάφορες ομάδες της πόλης. Όμως, η καλύτερη φίλη της Βαλεντίνης ήταν μια γειτόνισσά της, Κορνηλία Πιτένη λεγόταν από την Κοζάνη, με την οποία περνούσε πολλές ώρες κ αντάλλαζε κ συνταγές. Από την κυρία Κορνηλία η Βαλεντίνη απέκτησε διάφορες περίεργες -για εβραία- συνηθειες: να κάνει τάματα στην Παναγία, να φτιάχνει φανουρόπιττες κ κόλλυβα γιατί ήταν τάχα τες νόστιμα και γιατί στο " τέλος-τέλος βρε παιδί μου, χριστιανοί κ εβραίοι όλοι μια ψυχή έχουμε". Αυτή η κυρία Κορνηλία πρέπει να ήταν μεγάλη μορφή γιατί είχε κολλήσει τις ίδες συνήθειες κ στις τουρκάλες που δούλευαν στο σπίτι. Έτσι, πάνω από τα καζάνια του σπιτιού στην οδό Μισραχή λάμβαναν χώρα σκηνές απείρου κάλλους, γυναικοκουβέντες κ κουτσομπολιά από τουλάχιστον τρεις εθνικές ομάδες. Με την κουζίνα του σπιτιού είχε μανία μία από τις κόρες του Τζέικομπ κ της Βαλεντίνης, η πιο πεταχτή κ όμορφη, η Έστερ. Μέσα σε αυτήν την κουζίνα, η Έστερ σχημάτισε την πεποίθηση ότι ασχέτως ράτσας κ θρησκείας, στη ζωή οι δυνατές είναι οι γυναίκες κ ότι το φύλο της ήταν το μεγαλύτερο της όπλο.
Όταν στη Θεσσαλονίκη μπηκαν οι Βάρβαροι η ζωή σκοτείνιασε. Έγιναν οι πρώτοι κατάλογοι των μελών της κοινότητας κ μοιράστηκαν τα κίτρινα αστέρια. Ο Τζέικομπ που είχε γυρίσει τον κόσμο όλο, κατάλαβε ότι την είχαν άσχημα, επιχείρησε να φύγει αλλά δεν τα κατάφερε, ήταν αργά.
Η κυρία Κορνηλία, η κυρία από την Κοζάνη που είχε κολλήσει τα χούγια της κ τις συνταγές της σε όλη τη γειτονιά, ανέλαβε να τους κρύψει. Βρήκε τον μπελά της άσχημα.Ο κατοχικές αρχές τη σακάτεψαν-στην κυριολεξία- στο ξύλο, παρ΄όλα αυτά όμως κατάφερε να φτάσει μέχρι την αποβάθρα του τραίνου όπου οι εβραίοι γείτονες είχαν συγκεντρωθεί μαζί με άλλους ομόθρησκους για να φύγουν κ να πάνε, κανείς δεν ήξερε που.
Τη σκηνή της επιβίβασης στο τραίνο, κανείς από τους επιβιώσαντες δεν είχε καταφέρει να τη διηγηθεί ολόκληρη στα παιδιά του κ στα εγγόνια του μετά τον πόλεμο. Όλοι τους ξεσπούσαν σε κλάματα, ακόμη κ η Έστερ που είχε καταφέρει με τον τσαμπουκά της να επιστρέψει από τα στρατόπεδα ζωντανή, ενώ όλη η υπόλοιπη οικογένεια είχε γίνει στάχτη στα κρεματόρια την ύπαρξη των οποίων ο κ. Ίρβινγκ αμφισβητεί, η Έστερ, που δεν έχυσε ένα δάκρυ όταν αργότερα έθαψε παιδιά κ συζύγους τρεις, παρακαλώ.
Εκεί, στην αποβάθρα, η κυρία Κορνηλία καταφέρνει να τους πλησιάσει κουτσαίνοντας κ να τους ευχηθεί καλήν αντάμωση. Για να φτιάξει το κέφι της Έστερ που ήταν η αγαπημένη της μιας κ ήταν η φανατική φαγού κ μαγείρισσα, της χώνει στο χέρι ένα κομμάτι ψωμί. Ένα ψωμί διαφορετικό, με μια λουλουδένια γεύση.
Το ψωμί με τη λουλουδένια γεύση ήταν η τελευταία γεύση από την αγαπημένη Θεσσαλονίκη.
Χρόνια μετά, στο Ισραήλ, γιαγιά πια, η Έστερ διηγείται την ιστορία στον εγγονό της τον οποίο τον έχει κάνει σαν τα μούτρα της μιας κ τον είχε συνεχώς μέσα στα πόδια της στην κουζίνα όπου μαγείρευε πιάτα μυθικά διηγούμενη ιστορίες, επιβλέποντάς τον στα διαβάσματά του, φυτεύοντας του συστηματικά κ για τα καλά στο μυαλό του την πεποίθηση ότι " όλοι οι άνθρωποι είμαστε ένα αίμα" κ ρίχνοντάς του χαστούκια. Μιλάμε για πολλά χαστούκια. Εκείνη η εποχή ήταν " Η εποχή των χαστουκιών"...
Χλααατς!! Κάθε φορά που δεν στεκόταν με την πλάτη ίσια. Χλαααατς κάθε φορά που δεν έφερνε τον πρώτο βαθμο στην τάξη
" Αν έχεις αποφασίσει να γίνεις αγράμματος αγρότης να μας το πεις να μην σε στέλνουμε στο σχολείο να χάνεις την ώρα σου" κ τί είχε κάνει ο καψερός; Είχε πάρει 9.5 στα 10 κ είχε έρθει δεύτερος στην τάξη... Χλααααατς όταν δεν είχε τρόπους. Το "χλααατς" γινόταν ξύλο όταν έβαζε τις κατσίκες μέσα στο σπίτι ή όταν τον έβρισκε να κοιμάται στο σταύλο ή κάτω από τη μεγάλη ελιά. Το "χλααατς" έγινε πάρα πολύ ξύλο, στα πόδια, με τον λεπτό τον πλάστη που άνοιγαν φύλλο, όταν το καλοκαίρι του 1979 ο εγγονός της ανακοίνωσε πως δεν θα ξαναπήγαινε να ταίσει τις κότες γιατί δεν είχε σκοπό στη ζωή του να ασχολείται με όντα κατώτερης ευφυίας.
" Μπαααα τί μας λες;" Χλαααατς
" Κ τα κατσίκια βρε χαμένο, είναι έξυπνα;" " Μα γιαγιά δεν καταλαβαίνεις τίποτε; Τα κατσίκια δεν είναι έξυπνα, όμως έχουν πλάκα ενώ οι κότες είναι ά-χρη-στες. Δεν είναι ούτε έξυπνες, ούτε έχουν πλάκα!" Χλαααααατς! Το καλοκαίρι του 1979 ο εγγονός το πέρασε καθαρίζοντας το κοτέτσι κ μιλάμε για κοτέτσι με καμια 60ρια κότες. Φρίκη. Λίγο κόντεψε να μην τον αφήσουν να πάει στον τρύγο που ήταν η χαρά της ψυχής του αλλά επέδειξε έναν υποκριτικά αδαμάντινο χαρακτήρα κ τον άφησαν να πατήσει τα σταφύλια κ ας βρώμαγε κουτσουλιά κότας, όπως τον κατηγόρησαν τα άλλα τα βρωμόπαιδα, ψέμματα βέβαια γιατί ήταν γνωστό σε όλους ότι ο εγγονός έκλεβε τις κολώνιες των μεγαλύτερων από τότε που περπάτησε γιατί είχε μια εμφυτη ωραιοπάθεια σαν τον ωραίο πατέρα του κ τη γιαγιά του.
Λίγο πριν πεθάνει η γιαγιά Έστερ, ζητάει από τον εγγονό της μια χάρη. Να βρει τη συνταγή από το ψωμί με τη λουλουδένια γεύση. Η τελευταία γεύση από τη Θεσσαλονική ήθελε να είναι κ μία από τις τελευταίες γεύσεις της ζωής της. Δεν του ζητούσε καλύτερα να διασχίσει τον ωκεανό κ να επιστρέψει στην Ευρώπη κολυμπώντας;Πιο εύκολο θα ήταν. Ο εγγονός έψαχνε για χρόνια, πήγε στη Θεσσαλονίκη, ρώτησε στη Βόρεια Ελλάδα, έβαλε ανθρώπους να εντοπίσουν συγγενείς της κυρίας Κορνηλίας. Τίποτε. Στη ΝΥόρκη γνώρισε μια παρέα με καταγωγή από την Κοζάνη στην οποία η ιστορία με το λουλουδένιο ψωμί ακουγόταν οικεία.Του υποσχέθηκαν ότι το ίδιο καλοκαίρι θα κατέβαιναν στο Βόιο να ψάξουν μαζί.
Τα νέα για την υγεία της γιαγιάς χειροτέρευαν, το ψωμί δεν είχε βρεθεί κ του τύπου του είχε γίνει έμμονη ιδέα.Το αισθανόταν ελάχιστο χρέος προς την οικογενειακή του Ιστορία. Έπειτα, τον πόναγε το γελοίον του πράγματος. Ως μάγειρας είχε διακριθεί για τη δημιουργική του κουζίνα, για τις νέες συνταγές που λάνσαρε, για τις φρέσκες του ιδεες πάνω στα μενου κ δεν μπορούσε να βρει τη συνταγή για ένα ψωμί; Δεν χρειάζεται να πω ότι είχε δοκιμάσει τα πάντα. Πέρασε ατέλειωτες νύχτες βράζοντας τριαντάφυλλα κ ζυμώνοντας με το αφέψημα αυτό αυτό ψωμί, να αποξηραίνει γιασεμιά κ να τα αλέθει για να τ' ανακατέψει με το αλεύρι. Να φουρνίζει ψωμιά κ να τα στέλνει με το αεροπλάνο από τη ΝΥόρκη στο Τελ Αβιβ! Τίποτε. Η γεύση δεν ήταν αυτή.
Σ'ενα από τα ταξίδια στην Ελλάδα κάνει ένα πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη κ περνάει κ από το βιβλιοπωλείο του Μόλχο. Στην ιστορία ο εγγονός είναι μάγειρας κ οι μάγειρες στην πραγματικότητα χρειάζονται ελάχιστα μαγειρικά βιβλία όμως εκεί που κοίταζε τα μαγερικά που είχαν κυκλοφορήσει τότε, πέφτει ο μάτι του σ'ενα βιβλίο της Εύης Βουτσινά, το "Γεύση Ελληνική" , στον τόμο για τα ψωμιά κ με το που το ανοίγει το βιβλίο βαριεστημένος, τον χτυπάει κεραυνός: " Λουλουδιού Ψωμί". Για δυο λεπτά νιώθει σφυριά να τον χτυπούν στο κεφάλι.Το λουλούδι στη συνταγή της κυρίας Βουτσινά είναι ο λυκίσκος, γνωστό κ ως μπιρόχορτο. Αυτό πρέπει να ήταν. Πιο απαλο απο τριαντάφυλλο, πιο βαρύ από γιασεμί. Τηλεφωνεί στους φίλους του στο Βόιο για να τους ρωτήσει αν φύεται εκεί το μπιρόχορτο.
" Έλα κ θα το βρούμε σίγουρα".Στο δρόμο για την Κοζάνη προς αναζήτηση του "μαγικού" λουλουδιού, ο εγγονός μαθαίνει ότι γιαγιά του πέθανε κ ο θάνατος αυτός είναι ό,τι πιο δυσάρεστο του έχει συμβεί στη ζωή του μέχρι σήμερα.
Στις εβραικές κηδείες πηγαίνουν συνήθως γλυκά, σ'εκείνη την κηδεία όμως έφτασαν από την Αθήνα 30 πολύ μεγάλα καρβέλια ψωμί, ζυμωμένα ένα-ένα, με τα χέρια από τον εγγονό, από τις φίλες της γιαγιάς του στην Ελλάδα που ήταν ακόμη εν ζωή, τρεις όλες κ όλες κ τους πολύ-πολύ στενούς του φίλους. Εκείνο το ζύμωμα, έγινε κατά πως έπρεπε. Ειπώθηκαν όλες οι ιστορίες, έπεσαν γέλια κ πολλά κλάματα.
Στην κηδεία, μια κακιασμένη με την οποία είχε κολλήσει τότε -ενώ η γιαγιά του του είχε πει τη γνώμη της γιαυτήν του είπε : " Τιμωρήθηκες από το Θεό που δεν την πρόλαβες ζωντανή. Το έπαθες επειδή δεν πιστεύεις σε τίποτε".
" Εγώ; Πιστεύω, πώς δεν πιστεύω. Πιστεύω μόνον στην καλοσύνη των ανθρώπων. Σε τίποτε άλλο".
" Ποια ήταν αυτή που είχες βγει έξω;"" Γιαγιά σταματά πια! Δεν σου επιτρέπω! Είμαι 25 χρονών, δεν θα κάνεις κουμάντο στο πουλί μου πια!!!!"Χλαααααααααατς!!!!!" Στο πουλί σου, βρε χαμένε, θα κάνω κουμάντο μέχρι να παντρευτείς. Πάρτο απόφαση".
* Λουλουδιού Ψωμί*
Το λουλούδι της συνταγής είναι ο λυκίσκος ή μπιρόχορτο που φύεται στις όχθες των ποταμών της Μακεδονίας. Το φυτό έχει ένα πολύ όμορφο άσπρο λουλούδι κ πολλά φύλλα σ’ολόκληρο το μήκος του μίσχου του.
Μαζεύουμε το λυκίσκο σε ματσάκια κ τα ξεραίνουμε στον αέρα ( προσοχή! Όχι κάτων από την ήλιο!).
* Για το προζύμι*
Παίρνουμε μια χούφτα ξερά λουλουδάκια λυκίσκου τα οποία τα βράζουμε για 2-3’σε ένα νεροπότηρο νερό.Κατεβάζουμε από τη φωτιά,προσθέτουμε 1κουτ.γλ.ζάχαρη,σκεπάζουμε κ αφήνουμε να μείνει για 2-3 ώρες.
Στη συνέχεια σουρώνουμε,προσθέτουμε στο ζούμί αλεύρι τόσο ώστε να έχουμε ένα πηχτό χυλό.Το σκεπάζουμε με κάτι μάλλινο( για ν’αναπνέει) κ το βάζουμε σε ζεστό μέρος –δίπλα στο καλοριφέρ. Εκεί θα το αφήσουμε για 3-4 μέρες μέχρι να δημιουργηθεί το προζύμι. Όταν στην επιφάνεια εμφανίσει μικρές φουσκαλίτσες τότε το προζύμι είναι έτοιμο!
Αναπιάνουμε το λουλουδένιο προζύμι μ’ένα κιλό αλεύρι κ όσο χλιαρό νερό χρειαστεί για να γίνει η ζύμη.Στη συνέχεια τη σκεπάζουμε κ την αφήνουμε σε ζεστό μέρος τουλάχιστον για 15 ώρες. Το λουλουδένιο προζύμι δεν είναι τόσο «δυνατό» οπότε θέλει αρκετή ώρα το ψωμί για να ανέβει κ όταν γίνει αυτό το πολύ να έχει γίνει η ζύμη μιάμιση φορά σε όγκο!
Στη συνέχεια απλώνουμε ένα υφασμάτινο τραπεζομάντηλο κ το αλευρώνουμε ελαφρά.Κάνουμε το ζυμάρι πιτάκια σαν τηγανήτες κ τα’απλώνουμε πάνω στο τραπεζομάντηλο. Τ’αφήνουμε να στεγνώσουν έτσι στον αέρα γυρίζοντάς τα μια-δυο φορές. Πριν στεγνώσουν εντελώς τριβουμε με το χέρι τα πιτάκια για να γίνουν σαν τραχανάς.Τον αφήνουμε να στεγνώσει κ τον μαζεύουμε σε πάνινη σακούλα.
Αυτός είναι ο λουλουδένιος τραχανάς που χρησιμοποιούμε κάθε φορά που θέλουμε να ζυμώσουμε το ψωμί. Απλά για ένα κιλό ψωμί χρειαζόμαστε 2 χούφτες τραχανά τις οποίες τις μαλακώνουμε σε χλιαρό νερό κ με αυτό πάλι τον αραιό χυλό αναπιάνουμε προζύμι κανονικά. Προσοχή! Το μυστικό είναι να υπάρχει σταθερή θερμοκρασία σ’ολόκληρη τη διαδικασία.
Υπάρχει κ πιο απλό τρόπος αλλά με το « λουλουδένιο τραχανά» η γεύση είναι απείρως πιο βαθιά κ αφήνει μια πολύ όμορφη επίγευση.
Βράζουμε το λουλούδι αρκετά κ αφήνουμε το νερό να γίνει χλιαρό. Με το νερό αυτό κ αλεύρι φτιάχνουμε ένα ζυμάρι το οποίο αφήνουμε όλη τη νύχτα ν’ανέβει κ το χρησιμοποιούμε ως προζύμι.Στο ζύμωμα χρησιμοποιούμε νερό από το λουλουδόνερο που έχουμε κρατήσει.
posted by <\$BlogBacklinkAuthor\$> \@ <\$BlogBacklinkDateTime\$>